- παρεκφαίνομαι
- παρεκ-φαίνομαι,A appear beside or gradually, Gal.19.354.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεκφαίνω — Α [εκφαίνω] 1. δείχνω, παρουσιάζω, φανερώνω εν μέρει, τμηματικά 2. παθ. παρεκφαίνομαι φαίνομαι από το πλάι ή εμφανίζομαι βαθμηδόν, σταδιακά … Dictionary of Greek